λακκούβα
Προφορά
Ετυμολογία
λακκούβα λάκκος + γούβα (συμφυρ.)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λακκούβα
✦ λάκκος, γούβα: το έδαφος ήταν σκληρό και ανώμαλο, με απότομα ανεβοκατεβάσματα και φυσικές λακκούβες πολλές (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–