λάκα
Προφορά
Ετυμολογία
λάκα μεσαιωνική ελληνική └λατιν┘ lacca
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λάκα
✦ ύλη φυτική από δένδρα της Άπω Ανατολής με την οποία διακοσμούνται ή βάφονται πολυτελή αντικείμενα
✦ (χημ.) ομάδα χρωστικών υλών που καθίστανται αδιάλυτες μετά από αλληλεπίδραση με ένα μέταλλο
✦ έγχρωμο, στιλπνό βερνίκι που εφαρμόζεται σε μέταλλο ή ξύλο και δημιουργεί λεπτή και ανθεκτική επικάλυψη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–