λαθροθήρας


λαθροθήρας
Προφορά

Ετυμολογία
λαθροθήρας λαθραίος + θηρώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λαθροθήρας

✦ πρόσωπο που κυνηγάει παράνομα, χωρίς άδεια, σε τόπο ή χρόνο απαγορευμένο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.