λαζαρίνα


λαζαρίνα
Προφορά

Ετυμολογία
λαζαρίνα – Η ετυμολογία λείπει.

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λαζαρίνα

✦ είδος παλιού εμπροσθογεμούς τουφεκιού: γονάτισε και σημάδεψε με τη λαζαρίνα του (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.