κριτικισμός
Προφορά
Ετυμολογία
κριτικισμός κριτικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κριτικισμός
✦ θεωρία, αντίθετη προς το δογματισμό, που θέτει υπό αμφισβήτηση τη μεταφυσική γνώση, ακόμη δε και τη δυνατότητα γνώσης, χωρίς προηγούμενη αυστηρή ανάλυση των λειτουργιών του πνεύματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–