κρίκος
Προφορά
Ετυμολογία
κρίκος αρχαία ελληνική κρίκος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κρίκος
✦ μεταλλικός δακτύλιος, χαλκάς, κρικέλι
✦ (μτφ. ) δεσμός, συνδετικό μέσο
✦ πληθ. κρίκοι, όργανο γυμναστικής αποτελούμενο από δύο δακτυλίους αναρτημένους με σκοινιά από οροφή ή ικρίωμα
✦ (μτφ. ) συνεκτικός δεσμός, σύνδεσμος: το παιδί είναι ο κρίκος που κρατά ακόμη αυτή τη σχέση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–