κουκούλωμα
Προφορά
Ετυμολογία
κουκούλωμα κουκουλώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κουκούλωμα
✦ σκέπασμα με κουκούλα
✦ κάλυψη, σκέπασμα αντικειμένου για να μη φαίνεται ή το να κουκουλώνεται κάποιος
✦ (μτφ. ) συγκάλυψη, απόκρυψη κακής πράξης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–