κοτσάρω
Προφορά
Ετυμολογία
κοτσάρω └ιταλ┘cozzare (= κερατίζω)
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κοτσάρω
✦ κρεμώ
✦ συνδέω
✦ δίνω κάτι ξαφνικά
✦ κατηγορώ
✦ φορώ κάτι που δεν ταιριάζει με την περίσταση: κοτσάρισε τη γραβάτα και πήγε στο καφενείο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–