κουβερτούρα


κουβερτούρα
Προφορά

Ετυμολογία
κουβερτούρα └γαλλ┘ couverture

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κουβερτούρα

✦ περικάλυμμα βιβλίου, λευκώματος κτλ.
✦ είδος σοκολάτας που χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.