κορόζο


κορόζο
Προφορά

Ετυμολογία
κορόζο └διεθν┘corozo

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κορόζο

✦ λευκή και σκληρότατη ουσία που εξάγεται από τα σπέρματα ορισμένων φυτών και χρησιμοποιείται στην κατασκευή κουμπιών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.