κορνίζα


κορνίζα
Προφορά

Ετυμολογία
κορνίζα └βενετ┘ cornise

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κορνίζα

✦ πλαίσιο, κάδρο: κρεμασμένα σ’ ολόχρυσες κορνίζες τα πορτρέτα των προγόνων τους (Διδώ Σωτηρίου)
✦ περίζωμα που προεξέχει, σε οικοδόμημα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.