κομμάτι
Προφορά
Ετυμολογία
κομμάτι μεσαιωνική ελληνική κομμάτιν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κομμάτι
✦ τμήμα, καθετί που αποκόπηκε από ορισμένο σύνολο: ένα κομμάτι μάλαμα, ένα κομμάτ’ ασήμι εκόπ’ από τον ουρανό κι έπεσε μες στη διάβα (δημ. τραγ.)
✦ φρ. με το κομμάτι, για πώληση ή αμοιβή με βάση ένα από πολλά όμοια προϊόντα: πουλάει ποτήρια με το κομμάτι – πληρώνεται με το κομμάτι (για το καθένα από τα είδη που κατασκευάζει) κομμάτια, προθυμότατα εξυπηρέτησε: οι Καραγκούνηδες έγιναν χίλια κομμάτια να τον περιποιηθούν (Μ. Καραγάτσης)
✦ ένα από πολλά όμοια πράγματα
✦ συντρίμμι: φρ. έγινε κομμάτια
✦ μουσικό τμήμα σύνθεσης ή και ολόκληρη η σύνθεση
✦ όμορφη, καλοδεμένη κοπέλα
✦ (ως επίρρ.) κάπως: το συμπαθητικό του πρόσωπο κομμάτι ωχρό (Κ. Καβάφης)
✦ για λίγο χρόνο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–