κοκίτης


κοκίτης
Προφορά

Ετυμολογία
κοκίτης νεότ. κοκκύτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κοκίτης

✦ αρρώστια της παιδικής ηλικίας, που εκδηλώνεται με επίμονο χαρακτηριστικό βήχα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.