κοινότητα
Προφορά
Ετυμολογία
κοινότητα αρχαία ελληνική κοινότης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κοινότητα
✦ η ιδιότητα του κοινού: υπάρχει κοινότητα συμφερόντων
✦ διοικητικός οργανισμός (σε κωμοπόλεις ή χωριά) για την επιμέλεια τοπικών υποθέσεων
✦ ομάδα ανθρώπων με ορισμένους δεσμούς
✦ (ειδ.) ένωση ομοεθνών που μένουν σε ξένη χώρα: οι ελληνικές κοινότητες της Αυστραλίας
✦ η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα
Συνώνυμα
ταυτότητα
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–