κελάρι
Προφορά
Ετυμολογία
κελάρι μεταγενέστερη ελληνική κελλάριον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κελάρι
✦ μικρή αποθήκη τροφίμων σε σπίτι ή μοναστήρι: στα κελάρια που φυλάμε τη σοδειά πολλών χρόνων (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–