καυκάσιος


καυκάσιος
Προφορά

Ετυμολογία
καυκάσιος αρχαία ελληνική καυκάσιος

Ερμηνεία
επίθετο┘ καυκάσιος -α, -ο

✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Καύκασο· κ. ως κύρ. όν. ο καταγόμενος από τον Καύκασο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.