καταστρέφω
Προφορά
Ετυμολογία
καταστρέφω αρχαία ελληνική κατα-στρέφω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ καταστρέφω
✦ προκαλώ μεγάλη φθορά, αφανίζω
✦ διαφθείρω ηθικά, χαλώ: τον κατέστρεψαν οι κακές συντροφιές
✦ (παθ.) καταστρέφομαι, χάνω την περιουσία μου, χρεοκοπώ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–