καταιγισμός
Προφορά
Ετυμολογία
καταιγισμός μεταγενέστερη ελληνική καταιγισμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο καταιγισμός
✦ πυκνή ρίψη βλημάτων σε ορισμένο στόχο: ακολούθησε καταιγισμός πυρός
✦ (κ. μτφ.): καταιγισμός ύβρεων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–