κανηφόρος
Προφορά
Ετυμολογία
κανηφόρος αρχαία ελληνική κανηφόρος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κανηφόρος -α, -ο
✦ που φέρει (στους ώμους ή στα χέρια) κάνιστρο
✦ κανηφόρες ( κανηφόροι), οι παρθένες που κρατούσαν τα ιερά κάνιστρα σε διάφορες γιορτές της αρχαία ελληνική Ελλάδας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–