κανθαρίδα
Προφορά
Ετυμολογία
κανθαρίδα αρχαία ελληνική κανθαρίς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κανθαρίδα
✦ (ζωολ.) γένος μικρών σκαθαριών με χαρακτηριστικό χρυσοπράσινο χρώμα, των οποίων η σκόνη, μετά την αποξήρανσή τους, χρησιμοποιείτο ως αφροδισιακό: ερέθιζε τη σάρκα τους σαν ένεση κανθαρίδας (Μ. Καραγάτσης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–