κανάτι


κανάτι
Προφορά

Ετυμολογία
κανάτι μεσαιωνική ελληνική κανάτιν, υποκοριστικό του κανάτα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κανάτι

✦ μικρό, συν. πήλινο δοχείο για νερό ή κρασί: εγώ δε μεθώ με το κρασί, κι αν πιω και τρία κανάτια (δημ. τραγ.)
✦ φρ. βρέχει με το κανάτι, βρέχει ραγδαία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.