καθηκοντολογία
Προφορά
Ετυμολογία
καθηκοντολογία καθήκον + λέγω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η καθηκοντολογία
✦ το μέρος της ηθικής, που πραγματεύεται τα καθήκοντα του ανθρώπου
✦ ο λόγος για καθήκοντα, η συνεχής αναφορά στην έννοια του καθήκοντος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–