καθετηριασμός


καθετηριασμός
Προφορά

Ετυμολογία
καθετηριασμός καθετηριάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καθετηριασμός

✦ η εισαγωγή καθετήρα σε κοιλότητα ή πόρο του σώματος, συνήθ. για εξέταση ή εξαγωγή υγρού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.