καθετήρας
Προφορά
Ετυμολογία
καθετήρας μεταγενέστερη ελληνική καθετήρ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο καθετήρας
✦ όργανο, σε σχήμα λεπτού σωλήνα, που εισάγεται στις κοιλότητες του ανθρώπινου σώματος για θεραπευτικούς ή ερευνητικούς σκοπούς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–