κάβος
Προφορά
Ετυμολογία
κάβος γενουατ. cavo
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κάβος
✦ ακρωτήριο: να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι (Κ. Βάρναλης) – βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό (Ν. Καββαδίας)
✦ χοντρό σκοινί καραβιού, χρησιμοποιούμενο ιδ. για πρόσδεση στην ακτή, παλαμάρι
✦ φρ. δεν παίρνει κάβο, δεν καταλαβαίνει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–