καβγάς


καβγάς
Προφορά

Ετυμολογία
καβγάς └τουρκ┘kavga

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καβγάς

✦ φιλονικία, τσακωμός: απ’ της ταβέρνας τον καβγά μας φέραν πληγωμένο τον φίλον (Κ. Καβάφης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.