καβαλώ


καβαλώ
Προφορά

Ετυμολογία
καβαλώ καβάλα

Ερμηνεία
ρήμα καβαλώ -άς, -ά

✦ καβαλικεύω, ιππεύω
(μτφ. ) επιβάλλομαι, υποτάσσω: νόμιζε πως με τα ζοριλίκια θα κατάφερνε να τους καβαλήσει όλους
✦ (για ζώα) οχεύω, βατεύω

Συνώνυμα
πηδώ
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.