θηλυκός


θηλυκός
Προφορά

Ετυμολογία
θηλυκός αρχαία ελληνική θηλυκός

Ερμηνεία
θηλυκός

✦ -ή κ. -ιά, -ό επίθ. (Κ -ή, -όν) που ανήκει στο θήλυ γένος
(μτφ. ) γόνιμος, που γεννά ιδέες: θηλυκό μυαλό
✦ (για όργανα ή εργαλεία) που έχει κοιλότητα όπου προσαρμόζεται αντίστοιχη προεξοχή άλλου οργάνου
✦ το θηλυκό ως ουσ., η γυναίκα

Συνώνυμα

Αντίθετα
αρσενικός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.