αλλαντίαση
Προφορά
Ετυμολογία
αλλαντίαση αρχαία ελληνική ἀλλᾶς, -ᾶντος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αλλαντίαση
✦ (ιατρ.) δηλητηρίαση που προκαλείται από την κατανάλωση κονσερβών τροφίμων που δεν είναι καλά αποστειρωμένες και επιτρέπουν την ανάπτυξη ενός είδους μικροβίου (clostridium botulinum) που παράγει δηλητηριώδεις τοξίνες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–