θανατάς


θανατάς
Προφορά

Ετυμολογία
θανατάς επιτατ. του θάνατος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο θανατάς

✦ ο θάνατος, ο χάρος
✦ εύχρ. στη φρ. είναι του θανατά, είναι ετοιμοθάνατος
✦ φρ. έπεσε του θανατά, στενοχωρήθηκε πολύ, ά.: «πήγε να πεθάνει»

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.