θανατοφιλία
Προφορά
Ετυμολογία
θανατοφιλία θάνατος + φιλία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η θανατοφιλία
✦ (ιατρ.) ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από έντονη επιθυμία θανάτου, διαρκή απασχόληση με την ιδέα του θανάτου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–