θαμπώνω


θαμπώνω
Προφορά

Ετυμολογία
θαμπώνω αρχαία ελληνική θαμβόω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα θαμπώνω

✦ συσκοτίζω την όραση: μα κι ίσως το φως Σου να τους θάμπωσε τα μάτια (Άγγ. Σικελιανός)
(μτφ. ) προκαλώ κατάπληξη, θάμπος
✦ κάνω κάτι θαμπό
✦ (αμτβ.) γίνομαι θαμπός: θάμπωσε το φως του μόλις την αντίκρισε
✦ (παθ.) θαμπώνομαι, καταπλήσσομαι, κυριεύομαι από θάμπος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.