επιβιβάζω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply επιβιβάζωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/επιβιβάζω.mp3Ετυμολογίαεπιβιβάζω αρχαία ελληνική ἐπιβιβάζω Ερμηνεία└ρήμα┘ επιβιβάζω ✦ εισάγω, ανεβάζω σε μέσο συγκοινωνίας, ιδ. σε πλοίο ✦ (μέσ.) επιβιβάζομαι, μπαίνω ως επιβάτης Συνώνυμα–ΑντίθετααποβιβάζομαιΕπιρρήματα–