επιβιβάζω


επιβιβάζω
Προφορά

Ετυμολογία
επιβιβάζω αρχαία ελληνική ἐπιβιβάζω

Ερμηνεία
ρήμα επιβιβάζω

✦ εισάγω, ανεβάζω σε μέσο συγκοινωνίας, ιδ. σε πλοίο
✦ (μέσ.) επιβιβάζομαι, μπαίνω ως επιβάτης

Συνώνυμα

Αντίθετα
αποβιβάζομαι
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.