αλάβαστρο
Προφορά
Ετυμολογία
αλάβαστρο αρχαία ελληνική ἀλάβαστος, πιθανόν αιγυπτ.
Ερμηνεία
αλάβαστρο
✦ λίθος ημιδιαφανής, λευκός με απόχρωση προς το ελαφρό ρόδινο, κατάλληλος για την κατασκευή κομψοτεχνημάτων
✦ αγγείο από αλάβαστρο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–