επαριστερότητα
Προφορά
Ετυμολογία
επαριστερότητα αρχαία ελληνική ἐπαριστερότης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η επαριστερότητα
✦ το να είναι κάποιος αριστερόχειρας, αριστεροχειρία
✦ (μτφ. ) αδεξιότητα, ανεπιτηδειότητα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–