επεισοδιακός
Προφορά
Ετυμολογία
επεισοδιακός επεισόδιον
Ερμηνεία
└επίθετο┘ επεισοδιακός -ή, -ό
✦ ο χαρακτηριστικός του επεισοδίου: επεισοδιακή εμφάνιση
✦ δευτερεύουσας σημασίας, επουσιώδης: ρόλος επεισοδιακός
✦ γεμάτος επεισόδια: επεισοδιακός αγώνας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
επεισοδιακά (Κ επεισοδιακώς)