εξετάζω
Προφορά
Ετυμολογία
εξετάζω αρχαία ελληνική ἐξετάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εξετάζω
✦ βλέπω με προσοχή
✦ ελέγχω κάτι
✦ ανακρίνω |(ιατρ.) ερευνώ για διάγνωση
✦ (ειδ.) ελέγχω τις γνώσεις μαθητή με προφορική ή γραπτή δοκιμασία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–