εντύπωμα
Προφορά
Ετυμολογία
εντύπωμα αρχαία ελληνική ἐντύπωμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το εντύπωμα
✦ το αποτύπωμα που προήλθε από πίεση ή χάραξη, εισέχουσα παράσταση
✦ (ανατ.) εισοχή στην επιφάνεια ενός οργάνου που προκαλείται από την άσκηση πιέσεως γειτονικού οργάνου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–