εντυπωσιοθήρας
Προφορά
Ετυμολογία
εντυπωσιοθήρας εντύπωση + θήρα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο εντυπωσιοθήρας
✦ αυτός που κυνηγά τις εντυπώσεις, που επιδιώκει να δημιουργεί εντυπώσεις αποφεύγοντας το ουσιώδες: σημεία των καιρών, η τηλεόραση να αναθέτει την ενημέρωσή μας σε… βάρβαρους εντυπωσιοθήρες (Αντί)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–