ακουστός
Προφορά
Ετυμολογία
ακουστός αρχαία ελληνική ἀκουστός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ακουστός -ή, -ό
✦ που μπορεί να ακουστεί
✦ ξακουσμένος, φημισμένος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
άσημος, αφανής
Επιρρήματα
ακουστά, από φήμη, εξ ακοής, όχι από προσωπική αντίληψη:δεν τον έχω γνωρίσει, αλλά τον έχω ακουστά