εικόνα
Προφορά
Ετυμολογία
εικόνα αρχαία ελληνική εἰκών
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εικόνα
✦ ομοίωμα, υλική αναπαράσταση πραγματικού ή φανταστικού αντικειμένου με πλαστικά μέσα, ιδ. η ζωγραφική
✦ (ειδ.) το εικόνισμα
✦ αναπαράσταση αντικειμένου ή γεγονότος στη φαντασία: εικόνα αγαπητή της γυναικός μου (Α. Λασκαράτος)
✦ είδωλο σε καθρέφτη
✦ ζωηρή περιγραφή με το λόγο
✦ σκηνή θεατρικού έργου
✦ (από το αγγλικά image) η γενική εντύπωση που δημιουργείται στο κοινό συνήθως μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης για ένα πρόσωπο, εταιρεία, προϊόν κτλ.: με τη βοήθεια των ειδικών ο πρωθυπουργός προσπαθεί να αλλάξει τόσο τη δική του εικόνα όσο και της κυβερνήσεώς του
Συνώνυμα
ζωγραφιά
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–