εγκόσμιος
Προφορά
Ετυμολογία
εγκόσμιος εν + κόσμος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ εγκόσμιος -ια, -ιο
✦ ο του κόσμου, επίγειος: εγκόσμια δόξα του ποιητή (Γ. Σεφέρης) – κάθε εγκόσμια εξουσία είναι προσωρινή (Κ. Βάρναλης)
✦ τα εγκόσμια ως ουσ., τα πράγματα του κόσμου, τα επίγεια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
υπερκόσμιος, ουράνιος
Επιρρήματα
–