εγκλιματίζω
Προφορά
Ετυμολογία
εγκλιματίζω εν + κλίμα
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εγκλιματίζω
✦ συνηθίζω ένα ζωντανό οργανισμό σε ξένο προς αυτόν κλίμα
✦ (μέσ.) εγκλιματίζομαι, εξοικειώνομαι σε ξένο κλίμα ή στον τρόπο ζωής ξένου τόπου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–