δόγμα
Προφορά
Ετυμολογία
δόγμα αρχαία ελληνική δόγμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το δόγμα
✦ θεμελιώδης αρχή φιλοσοφικού συστήματος
✦ (γεν.) αξίωμα, αρχή
✦ (εκκλ.) αυθεντική κρίση σε θέμα θρησκευτικής πίστης, που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση
✦ το σύνολο των θρησκευτικών δοξασιών
✦ διακήρυξη των θεμελιωδών αρχών μιας κυβερνητικής πολιτικής, ιδ. στις διεθνείς σχέσεις: το δόγμα Τρούμαν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–