διψαλέος


διψαλέος
Προφορά

Ετυμολογία
διψαλέος αρχαία ελληνική διψαλέος

Ερμηνεία
επίθετο┘ διψαλέος -α, -ο

✦ ο κατεχόμενος από δίψα
(μτφ. ) έντονος, αφόρητος: η διψαλέα αυτή απελπισία… (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα
καταδιψασμένος
Αντίθετα

Επιρρήματα
διψαλέα:ο άλλος «νοσταλγός» της ειρήνης, ο Αριστοφάνης, θα την εγκωμιάσει διψαλέα στην ομώνυμη κωμωδία του (Μ. Πλωρίτης)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.