ακεραιότητα
Προφορά
Ετυμολογία
ακεραιότητα μεταγενέστερη ελληνική ἀκεραιότης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ακεραιότητα
✦ η ιδιότητα του ακέραιου, ολότητα, αρτιότητα: σωματική ακεραιότητα – εθνική ακεραιότητα
✦ γνησιότητα, τιμιότητα: η ακεραιότητα του χαρακτήρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–