δήμος
Προφορά
Ετυμολογία
δήμος αρχαία ελληνική δῆμος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο δήμος
✦ ο λαός
✦ φρ. τα εν οίκω μη εν δήμω, τα οικογενειακά θέματα δεν πρέπει να γίνονται ευρύτερα γνωστά
✦ διοικητική περιφέρεια με περισσότερους από δέκα χιλιάδες κατοίκους που διοικείται από αιρετό δήμαρχο: Δήμος Αθηναίων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–