δημιουργώ
Προφορά
Ετυμολογία
δημιουργώ αρχαία ελληνική δημιουργῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ δημιουργώ -είς, -εί
✦ κατασκευάζω, παράγω κάτι νέο
✦ (ειδ.) επεξεργάζομαι καλλιτεχνικές μορφές
✦ γίνομαι αίτιος, προκαλώ: διαρκώς δημιουργεί επεισόδια
Συνώνυμα
πλάθω, πλαστουργώ
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–