δημιουργός
Προφορά
Ετυμολογία
δημιουργός αρχαία ελληνική δημιουργός
Ερμηνεία
δημιουργός
✦ ουσ. αυτός που δημιουργεί, που παράγει κάτι
✦ (ειδ.) αυτός που δημιουργεί καλλιτεχνήματα, καλλιτέχνης: όποιος δημιουργός δεν ξεκίνησε από μικροπράγματα, ας ρίξει πρώτος την πέτρα (Γ. Σεφέρης)
✦ ο αίτιος κάποιου αποτελέσματος ή καταστάσεως: ο δημιουργός της ευτυχίας του – δημιουργός εντυπώσεων
✦ (ειδ.) ο πλάστης του κόσμου, ο Θεός: κοιτάζει τα δέντρα, τον ήλιο, τα πουλιά, τη θάλασσα, σα να είχαν βγει την ώρα εκείνη από τα χέρια του δημιουργού (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–