δέρνω
Προφορά
Ετυμολογία
δέρνω μεσαιωνική ελληνική δέρνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ δέρνω
✦ χτυπώ
✦ βαρώ
✦ (μτφ. ) αναταράζω
✦ κλυδωνίζω
✦ ταλαιπωρώ, βασανίζω: τον δέρνουν ένα σωρό σκοτούρες
✦ δέρνομαι, χτυπιέμαι, οδύρομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–